3,274,418
edits
(6_12) |
(36) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σαρκόκολλα''': ης ἡ, Περσικὸν [[κόμμι]], Διοσκ. 3. 89, Γαλην., πρβλ. Πλιν. Η. Ν. 24. 14, Ἡσύχ.· τὸ [[ὄνομα]] ἔλαβεν ἐκ τῆς ἰδιότητος ἣν ἔχει νὰ θεραπεύῃ [[πληγάς]], νὰ «σαρκώνῃ». | |lstext='''σαρκόκολλα''': ης ἡ, Περσικὸν [[κόμμι]], Διοσκ. 3. 89, Γαλην., πρβλ. Πλιν. Η. Ν. 24. 14, Ἡσύχ.· τὸ [[ὄνομα]] ἔλαβεν ἐκ τῆς ἰδιότητος ἣν ἔχει νὰ θεραπεύῃ [[πληγάς]], νὰ «σαρκώνῃ». | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η / [[σαρκοκόλλα]], ΝΑ<br /> φυτικό [[κόμμι]], το οποίο ονομάστηκε [[έτσι]] από την ιδιότητά του να θεραπεύει, να επουλώνει τις πληγές<br /> <b>αρχ.</b><br /> το [[φυτό]] [[αργεμώνη]], η αγριοπαπαρούνα.<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σάρξ]], <i>σαρκός</i> <span style="color: red;">+</span> [[κόλλα]]. Την λ. δανείστηκαν οι ξεν. γλώσσες, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>sarcocolla</i>]. | |||
}} | }} |