Anonymous

σελαγίζω: Difference between revisions

From LSJ
37
(6_22)
(37)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''σελᾰγίζω''': τῷ προηγ. ΙΙ., Νόνν. Δ. 7. 195, κτλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σελαγίζει· αἴθεται, φλέγεται. ἀπὸ τοῦ [[σέλας]]».
|lstext='''σελᾰγίζω''': τῷ προηγ. ΙΙ., Νόνν. Δ. 7. 195, κτλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σελαγίζει· αἴθεται, φλέγεται. ἀπὸ τοῦ [[σέλας]]».
}}
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και [[σελαΐζω]] Μ<br />[[εκπέμπω]] φως, [[λάμπω]], [[ακτινοβολώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «σελαγίζει<br />αἴθεται, φλέγεται».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <b>βλ. λ.</b> [[σέλας]].
}}
}}