3,277,119
edits
(6_7) |
(36) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σαρκοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πρὸς σάρκα, [[σαρκώδης]], κρεατώδης, [[φύσις]] Πλάτ. Τίμ. 75Ε· σ. ὢν τὴν φύσιν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 16, 16· Συγκρ. -ειδεστέρη Ἱππ.· πρβλ. [[σαρκώδης]]. | |lstext='''σαρκοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πρὸς σάρκα, [[σαρκώδης]], κρεατώδης, [[φύσις]] Πλάτ. Τίμ. 75Ε· σ. ὢν τὴν φύσιν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 16, 16· Συγκρ. -ειδεστέρη Ἱππ.· πρβλ. [[σαρκώδης]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές, ΝΑ<br />όμοιος με [[σάρκα]], [[σαρκώδης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το σαρκοειδές</i><br /><b>ιατρ.</b> η δερματική παθολογοανατομική [[βλάβη]] της σαρκοείδωσης, που εκδηλώνεται, [[συνήθως]], υπό [[μορφή]] οζιδίων (α. «δερματικά σαρκοειδή» β. «υποδόρια σαρκοειδή τών Νταριέ-Ρουσύ»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σάρξ]], <i>σαρκός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>]. | |||
}} | }} |