Anonymous

σεμνολογία: Difference between revisions

From LSJ
37
(Bailly1_4)
(37)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />gravité du discours.<br />'''Étymologie:''' [[σεμνολόγος]].
|btext=ας (ἡ) :<br />gravité du discours.<br />'''Étymologie:''' [[σεμνολόγος]].
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ [[σεμνολόγος]]<br /><b>1.</b> το να μιλά [[κανείς]] με [[σεμνότητα]] και [[ευγένεια]]<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[λόγος]] που χαρακτηρίζεται από [[σεμνότητα]] και [[λεπτότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br />(με κακή σημ.) [[κομπασμός]], [[μεγαλαυχία]].
}}
}}