Anonymous

σηλαγγεύς: Difference between revisions

From LSJ
37
(6_14)
(37)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''σηλαγγεύς''': ὁ, [[χρυσωρύχος]], ἐκμεταλλευόμενος χρυσόν, Ἀγαθαρχ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλάσσ. § 27, 28.
|lstext='''σηλαγγεύς''': ὁ, [[χρυσωρύχος]], ἐκμεταλλευόμενος χρυσόν, Ἀγαθαρχ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλάσσ. § 27, 28.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />[[χρυσωρύχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[σηλαγγεύς]] <span style="color: red;"><</span> <i>σᾰλαγξ</i> «μεταλλικό [[σκεύος]]» (<span style="color: red;"><</span> [[σάλος]]), ενώ το -<i>η</i>- του τ. κατ' [[επίδραση]] του [[σῆραγξ]] «[[σανίδωμα]] που χρησιμοποιούσαν οι χρυσωρύχοι» (<b>βλ. λ.</b> [[σήραγγα]])].
}}
}}