Anonymous

σημειωτός: Difference between revisions

From LSJ
37
(6_10)
(37)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σημειωτός''': -ή, -όν, [[ἄξιος]] σημειώσεως, σημειωθείς, [[ἐπίσημος]], Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 101.
|lstext='''σημειωτός''': -ή, -όν, [[ἄξιος]] σημειώσεως, σημειωθείς, [[ἐπίσημος]], Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 101.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό(ν) / [[σημειωτός]], -ή, -όν, ΝΑ [[σημειῶ</i>, -<i>ώνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «[[βήμα]] σημειωτόν» ή, [[απλώς]], «σημειωτόν» — ρυθμική [[κίνηση]] τών ποδιών στο ίδιο [[σημείο]], [[χωρίς]] [[μετακίνηση]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[προχωρώ]] [ή κινοῡμαι ή πάω κ.λπ.] σημειωτόν»<br /><b>μτφ.</b> έχω πολύ μικρή πρόοδο, [[προχωρώ]] [[πάρα]] πολύ [[αργά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δηλώνεται, που φανερώνεται με [[σημείο]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[επάνω]] του σχεδιάσματα.
}}
}}