Anonymous

σηψιδακής: Difference between revisions

From LSJ
37
(6_7)
(37)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σηψῐδᾰκής''': -ές, ὁ ἐπιφέρων σῆψιν διὰ τοῦ δήγματος, φαρμακερός, [[Πλάτων]] παρ’ Ἀριστ. ἐν Τοπ. 6. 2, 4.
|lstext='''σηψῐδᾰκής''': -ές, ὁ ἐπιφέρων σῆψιν διὰ τοῦ δήγματος, φαρμακερός, [[Πλάτων]] παρ’ Ἀριστ. ἐν Τοπ. 6. 2, 4.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />(για ερπετά) αυτός που προκαλεί [[σήψη]] με το [[δήγμα]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῆψις]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δακής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δάκος]], <i>τὸ</i>, «[[δάγκωμα]]» <span style="color: red;"><</span> [[δάκνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>λαιμο</i>-<i>δακής</i>, <i>σαρκο</i>-<i>δακής</i>].
}}
}}