3,277,759
edits
(6_21) |
(37) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σῑγάλωμα''': τό, [[ἐργαλεῖον]] πρὸς ἰσοπέδωσιν ἢ στίλβωσιν, [[μάλιστα]] τῶν ὑποδηματοποιῶν πρὸς στίλβωσιν δερμάτων, Ἀπολλ. Λεξ. Ὁμ., Ἡσύχ. ΙΙ. [[κράσπεδον]], [[ἄκρα]] ἱματίου, «τὰ περιαπτόμενα ταῖς ᾤαις» Ἡσύχ., ἴδε [[σιάλωμα]] ΙΙ. | |lstext='''σῑγάλωμα''': τό, [[ἐργαλεῖον]] πρὸς ἰσοπέδωσιν ἢ στίλβωσιν, [[μάλιστα]] τῶν ὑποδηματοποιῶν πρὸς στίλβωσιν δερμάτων, Ἀπολλ. Λεξ. Ὁμ., Ἡσύχ. ΙΙ. [[κράσπεδον]], [[ἄκρα]] ἱματίου, «τὰ περιαπτόμενα ταῖς ᾤαις» Ἡσύχ., ἴδε [[σιάλωμα]] ΙΙ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ώματος, τὸ, Α [[σιγαλῶ]]<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] σχετικά με δέρματα και, ειδικότερα, σχετικά με υποδήματα) [[εργαλείο]] στίλβωσης ή λείανσης<br /><b>2.</b> [[παρυφή]], [[άκρο]] ενδύματος. | |||
}} | }} |