Anonymous

σθενοβλαβής: Difference between revisions

From LSJ
37
(6_8)
(37)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σθενοβλᾰβής''': -ές, ὁ τὴν ἰσχὺν βλάπτων, ἐξασθενίζων, ἐκνευρίζων, Ὀππ. Κυν. 2. 82.
|lstext='''σθενοβλᾰβής''': -ές, ὁ τὴν ἰσχὺν βλάπτων, ἐξασθενίζων, ἐκνευρίζων, Ὀππ. Κυν. 2. 82.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που βλάπτει το [[σθένος]], που προκαλεί [[εξασθένηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σθένος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βλαβής</i>, πιθ. [[κατά]] το [[φρενοβλαβής]].
}}
}}