Anonymous

σημαιοφόρος: Difference between revisions

From LSJ
37
(Bailly1_4)
(37)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />porte-enseigne (<i>cf. lat.</i> signifer).<br />'''Étymologie:''' [[σημαία]], [[φέρω]].
|btext=ου (ὁ) :<br />porte-enseigne (<i>cf. lat.</i> signifer).<br />'''Étymologie:''' [[σημαία]], [[φέρω]].
}}
{{grml
|mltxt=ο, η / [[σημαιοφόρος]] -ον, ΝΜΑ, και [[σιμαιοφόρος]] Μ, και [[σημαιαφόρος]] και [[σημειοφόρος]] και [[σημεαφόρος]] και [[σημηαφόρος]] και [[σημιαφόρος]] και [[σιμιαφόρος]] και [[σημιαφώρος]] Α<br />αυτός που κρατάει τη [[σημαία]] σε μια [[εκδήλωση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ναυτ.</b> ο [[πρώτος]] [[βαθμός]] αξιωματικού στο πολεμικό [[ναυτικό]], που αντιστοιχεί με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού<br /><b>2.</b> [[πρωταγωνιστής]] ή [[πρωτεργάτης]] σε [[πολιτική]], κοινωνική ή [[άλλη]] [[κίνηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σημαία]] / [[σημεία]] / [[σημέα]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]].
}}
}}