Anonymous

σεβασμός: Difference between revisions

From LSJ
37
(Bailly1_4)
(37)
Line 7: Line 7:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[σέβασις]].<br />'''Étymologie:''' [[σεβάζω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[σέβασις]].<br />'''Étymologie:''' [[σεβάζω]].
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ [[σεβάζομαι]]<br />το να σέβεται [[κανείς]] κάποιον, να τον υπολήπτεται και να τον τιμά, [[σέβας]] (α. «[[σεβασμός]] [[προς]] τους γονείς» β. «τὸν περὶ τῶν θεῶν σεβασμόν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τήρηση]] (α. «[[σεβασμός]] τών συμφωνιών» β. «[[σεβασμός]] της εκεχειρίας»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[τρέφω]] σεβασμό για κάποιον» — [[σέβομαι]] κάποιον, τον έχω σε [[υπόληψη]] («τρέφει μεγάλο σεβασμό στους ανωτέρους του»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[αντικείμενο]] του σεβασμού<br /><b>2.</b> [[ιεροτελεστία]], λατρευτικό [[τυπικό]].
}}
}}