Anonymous

σιδηρότευκτος: Difference between revisions

From LSJ
37
(6_17)
(37)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σῐδηρότευκτος''': -ον, ὁ ἐκ σιδήρου κατειργασμένος, κατεσκευασμένος, [[βέλος]] Φιλιππίδ. (;) παρὰ τῷ Meineke εἰς Ἕλλ. Κωμικ. 1. 529, ἐκ τοῦ Ἀθην. 699Ε. πρβλ. Meineke ἔνθ’ ἀνωτ.
|lstext='''σῐδηρότευκτος''': -ον, ὁ ἐκ σιδήρου κατειργασμένος, κατεσκευασμένος, [[βέλος]] Φιλιππίδ. (;) παρὰ τῷ Meineke εἰς Ἕλλ. Κωμικ. 1. 529, ἐκ τοῦ Ἀθην. 699Ε. πρβλ. Meineke ἔνθ’ ἀνωτ.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[σιδηρότευκτος]], -ον, ΝΜΑ<br />κατασκευασμένος από σίδηρο, [[σιδηροπαγής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σιδηρο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τευκτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[τεύχω]] «[[κατασκευάζω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>χαλκό</i>-<i>τευκτος</i>].
}}
}}