3,277,291
edits
(6_17) |
(37) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σῐδηρόδεσμος''': -ον, ὁ ἔχων δεσμὰ ἐκ σιδήρου, ἀνάγκαι Ἑβδ. (Γ΄ Μακκ. Δ΄, 9)· [[ὡσαύτως]] -[[δέσμιος]], ον, Χρον. Πασχ. 729. 4· καὶ παρὰ τῷ Σῳζομεν. ἐν Ἐκκλ. Ἱστ. 2. 9, -[[δεσμώτης]]. | |lstext='''σῐδηρόδεσμος''': -ον, ὁ ἔχων δεσμὰ ἐκ σιδήρου, ἀνάγκαι Ἑβδ. (Γ΄ Μακκ. Δ΄, 9)· [[ὡσαύτως]] -[[δέσμιος]], ον, Χρον. Πασχ. 729. 4· καὶ παρὰ τῷ Σῳζομεν. ἐν Ἐκκλ. Ἱστ. 2. 9, -[[δεσμώτης]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[σιδηρόδεσμος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που φέρει σιδερένια [[δεσμά]], [[σιδηροδέσμιος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) κρατούμενος, [[φυλακισμένος]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[σιδηρόδεσμος]]<br />[[κάθε]] σιδερένιο [[τεμάχιο]] που χρησιμεύει για τη [[σύνδεση]] δύο [[μερών]] μιας κατασκευής, η [[σιδερόδεση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σιδηρο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>δεσμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δεσμός]] <span style="color: red;"><</span> <i>δέω</i> (ΙΙ) «[[δένω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>χαλκό</i>-<i>δεσμος</i>]. | |||
}} | }} |