Anonymous

σιναρός: Difference between revisions

From LSJ
37
(6_4)
(37)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σῐνᾰρός''': -ά, -όν, ([[σίνομαι]]) βεβλαμμένος, κεκακωμένος, ὀδόντες, [[σκέλος]] Ἱππ. 781F, 819G· τὸ σιναρὸν ὁ αὐτ. περὶ Ἀγμ. 774. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «τὸ κεκακωμένον καὶ βεβλαμμένον πονηρόν».
|lstext='''σῐνᾰρός''': -ά, -όν, ([[σίνομαι]]) βεβλαμμένος, κεκακωμένος, ὀδόντες, [[σκέλος]] Ἱππ. 781F, 819G· τὸ σιναρὸν ὁ αὐτ. περὶ Ἀγμ. 774. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «τὸ κεκακωμένον καὶ βεβλαμμένον πονηρόν».
}}
{{grml
|mltxt=-ά, -όν, Α<br /><b>1.</b> [[βλαβερός]], [[καταστρεπτικός]]<br /><b>2.</b> [[νοσηρός]], αυτός που έχει υποστεί [[βλάβη]] (α. «σιναρὰ [[χείρ]]», Ιπποκρ.<br />β. «σιναροὶ ὀδόντες», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σίνος]] «[[φθορά]], [[καταστροφή]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[αρός]] (<b>πρβλ.</b> <i>ρυπ</i>-[[αρός]], <i>σθεν</i>-[[αρός]])].
}}
}}