Anonymous

σιμοτράχηλος: Difference between revisions

From LSJ
37
(6_16)
(37)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''σῑμοτράχηλος''': -ον, = [[σιμαύχην]], Τζέτζ. Ἱστ. 11. 100.
|lstext='''σῑμοτράχηλος''': -ον, = [[σιμαύχην]], Τζέτζ. Ἱστ. 11. 100.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Μ<br />αυτός που έχει τράχηλο κυρτό [[προς]] τα [[εμπρός]] ώστε το πρόσωπό του να [[είναι]] σηκωμένο [[προς]] τα [[επάνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σιμός]] «[[πλακουτσομύτης]], [[ανωφερής]]» <span style="color: red;">+</span> [[τράχηλος]] (<b>πρβλ.</b> <i>σκληρο</i>-[[τράχηλος]])].
}}
}}