Anonymous

σίφαρος: Difference between revisions

From LSJ
37
(6_15)
(37)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σίφᾰρος''': ὁ, Λατ. supparum, τὸ ἀνώτατον [[ἱστίον]], ἐπαίρειν τοὺς σ. Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 2, ἐν τέλ.
|lstext='''σίφᾰρος''': ὁ, Λατ. supparum, τὸ ἀνώτατον [[ἱστίον]], ἐπαίρειν τοὺς σ. Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 2, ἐν τέλ.
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ, και [[σείφαρος]], Α<br />τριγωνικό [[ιστίο]] που υψώνεται [[πάνω]] από την πιο ψηλή [[κεραία]] του πλοίου<br /><b>αρχ.</b><br />([[κυρίως]] ο τ. [[σείφαρος]]) [[σκηνή]] θεάτρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος, άγνωστης ετυμολ., πιθ. [[δάνειος]]. Κατά μία [[άποψη]], η λ. συνδέεται με σημιτικό <i>šap</i><sup>e</sup><i>r</i><i>ī</i><i>r</i>, ασσυριακό <i>šuparraru</i> «[[απλώνω]]», ενώ, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], ελάχιστα πιθανή, προέρχεται από τη λ. [[φᾶρος]] «μεγάλο [[κομμάτι]] υφάσματος», με επιτατικό <i>σι</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>Σί</i>-<i>συφος</i>)].
}}
}}