Anonymous

σκάλλω: Difference between revisions

From LSJ
1,687 bytes added ,  29 September 2017
37
(Bailly1_4)
(37)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=fouir, sarcler.<br />'''Étymologie:''' R. Σκαλ, creuser ; cf. <i>lat.</i> scalpo.
|btext=fouir, sarcler.<br />'''Étymologie:''' R. Σκαλ, creuser ; cf. <i>lat.</i> scalpo.
}}
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br />[[σκάβω]] («σκαλλομένης τῆς περικειμένης γῆς», Γεωπ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> α) [[αναζητώ]], [[ερευνώ]] («νυκτὸς [[μετὰ]] καρδίας μου ἠδολέσχουν, καὶ ἔσκαλλον τὸ πνεῡμά μου», ΠΔ)<br />β) [[ενοχλώ]] ή [[ταράζω]] κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[σκάλλω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>σκαλ</i>-<i>jω</i>) ανάγεται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>skl</i>-<i>jω</i> της ΙΕ ρίζας (<i>s</i>)<i>kel</i>- «[[κόβω]]» και συνδέεται με λιθουαν. <i>skeliu</i> «[[σχίζω]]», αρχ. ισλανδ. <i>skilja</i> «[[χωρίζω]]», γερμ. <i>schleiBen</i> «[[σχίζω]]», <i>schalen</i> «[[ξεφλουδίζω]]», αγγλ. <i>scale</i> «[[λέπι]], [[ξεφλουδίζω]]», <i>shell</i> «[[κέλυφος]]». Η [[ρίζα]] του ρ. [[σκάλλω]] έχει πολύ γενική σημ., από την οποία προήλθαν οι ποικίλες και διαφορετικές [[μεταξύ]] τους σημ. τών λέξεων της οικογένειας αυτής, και [[πρέπει]] να συνδεθεί με την ΙΕ [[ρίζα]] <i>kel</i>- ([[χωρίς]] αρκτικό <i>s</i>-) τών: [[κολάπτω]], [[κόλος]], [[κελεός]], <i>κλῶ</i>. Με το ρ. [[σκάλλω]] συνδέονται, [[τέλος]], και οι τ. [[σκαλμός]], [[σκῶλος]], [[σκόλοψ]], [[σκύλλω]].
}}
}}