Anonymous

σκαλεύς: Difference between revisions

From LSJ
37
(Bailly1_4)
(37)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=έως (ὁ) :<br />celui qui sarcle.<br />'''Étymologie:''' [[σκάλλω]].
|btext=έως (ὁ) :<br />celui qui sarcle.<br />'''Étymologie:''' [[σκάλλω]].
}}
{{grml
|mltxt=-έως, ὁ, Α<br />αυτός που σκαλίζει, [[ιδίως]] τα [[λαχανικά]] του κήπου ή τα [[σπαρτά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. παρ. του ρ. [[σκαλεύω]].
}}
}}