Anonymous

σκαλίζω: Difference between revisions

From LSJ
1,563 bytes added ,  29 September 2017
37
(6_22)
(37)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκᾰλίζω''': ὡς τὸ [[σκάλλω]], [[σκαλεύω]], [[σκαλίζω]], [[σκάπτω]], Ἀττ. ἀσκαλ-, Α. Β. 24.
|lstext='''σκᾰλίζω''': ὡς τὸ [[σκάλλω]], [[σκαλεύω]], [[σκαλίζω]], [[σκάπτω]], Ἀττ. ἀσκαλ-, Α. Β. 24.
}}
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και αττ. τ. [[ασκαλίζω]] Α<br />[[σκάβω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[σκάβω]] επιφανειακά το [[έδαφος]], [[χτυπώ]] και [[αναστρέφω]] με ειδικό [[εργαλείο]], τη [[σκαπάνη]], την [[επιφάνεια]] καλλιεργημένου εδάφους<br /><b>2.</b> [[ανακινώ]] το [[χώμα]] («σκαλίζοντας η [[κότα]] βγάζει τα μάτια της» — λέγεται για εκείνους που ανακινούν διάφορα ζητήματα τα οποία αποβαίνουν τελικά επιζήμια για τους ίδιους, παροιμ. φρ.)<br /><b>3.</b> [[ανακινώ]] τα αναμμένα κάρβουνα για να δυναμώσει η [[φωτιά]]<br /><b>4.</b> [[σχηματίζω]] κοιλώματα ή παραστάσεις [[πάνω]] σε μεταλλική, μαρμάρινη ή ξύλινη [[επιφάνεια]] χαράζοντας την, [[χαράζω]], [[σμιλεύω]]<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> [[ερευνώ]] [[κάτι]] λεπτομερειακά, [[αναζητώ]] επίμονα [[κάτι]] («σκάλισα όλα τα χαρτιά μου [[μήπως]] τελικά βρω τον λογαριασμό»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>σκαλ</i>.- του [[σκάλλω]] <span style="color: red;">+</span> ρηματ. κατάλ. -<i>ίζω</i>].
}}
}}