Anonymous

σκαμβός: Difference between revisions

From LSJ
37
(6_10)
(37)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκαμβός''': -ή, -όν, [[στραβός]], κεκαμμένος, «στρεβλὸς» Ἡσύχ., σκ. [[ξύλον]] οὐδέποτ’ ὀρθὸν Παροιμιογρ.· [[μάλιστα]] δὲ ὁ κεκαμμένος κατ’ ἀναντίαν διεύθυνσιν, ἀντίθετον τῷ [[βλαισός]], Γεωπ. 19. 2, 1· - μεταφορ., σκ. καρδία Ἑβδ. (Ψαλμ. Ρ΄, 4). - Ὁ Ἡσύχ. - Ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει [[σκαμβάλυξ]] = [[σκαμβός]], σκαμβάς = [[πόρνη]], σκαμβυξ = [[σκόλοψ]], [[χάραξ]].
|lstext='''σκαμβός''': -ή, -όν, [[στραβός]], κεκαμμένος, «στρεβλὸς» Ἡσύχ., σκ. [[ξύλον]] οὐδέποτ’ ὀρθὸν Παροιμιογρ.· [[μάλιστα]] δὲ ὁ κεκαμμένος κατ’ ἀναντίαν διεύθυνσιν, ἀντίθετον τῷ [[βλαισός]], Γεωπ. 19. 2, 1· - μεταφορ., σκ. καρδία Ἑβδ. (Ψαλμ. Ρ΄, 4). - Ὁ Ἡσύχ. - Ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει [[σκαμβάλυξ]] = [[σκαμβός]], σκαμβάς = [[πόρνη]], σκαμβυξ = [[σκόλοψ]], [[χάραξ]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, ΜΑ<br /><b>1.</b> [[κυρτός]], [[στραβός]]<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]] για τα σκέλη) κεκαμμένος με τη [[γωνία]] ανοιχτή [[προς]] τα [[μέσα]], [[ραιβός]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> ηθικά διεστραμμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. λ. που εμφανίζει φωνηεντισμό -<i>α</i>- (χαρακτηριστικό για τους τ. καθημερινού λεξιλογίου, <b>πρβλ.</b> [[σκάζω]] [Ι], [[σκάπτω]]) και [[επίθημα]] -<i>μβος</i> (<b>πρβλ.</b> τις συγγενείς σημασιολογικά λ. <i>κλα</i>-<i>μβός</i>, <i>κρά</i>-<i>μβος</i>). Το επίθ. θα μπορούσε να συνδεθεί με το ρ. [[σκάζω]] (Ι) «[[χωλαίνω]]» ή με το ρ. [[κάμπτω]].
}}
}}