3,273,153
edits
(6_10) |
(37) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκαμβός''': -ή, -όν, [[στραβός]], κεκαμμένος, «στρεβλὸς» Ἡσύχ., σκ. [[ξύλον]] οὐδέποτ’ ὀρθὸν Παροιμιογρ.· [[μάλιστα]] δὲ ὁ κεκαμμένος κατ’ ἀναντίαν διεύθυνσιν, ἀντίθετον τῷ [[βλαισός]], Γεωπ. 19. 2, 1· - μεταφορ., σκ. καρδία Ἑβδ. (Ψαλμ. Ρ΄, 4). - Ὁ Ἡσύχ. - Ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει [[σκαμβάλυξ]] = [[σκαμβός]], σκαμβάς = [[πόρνη]], σκαμβυξ = [[σκόλοψ]], [[χάραξ]]. | |lstext='''σκαμβός''': -ή, -όν, [[στραβός]], κεκαμμένος, «στρεβλὸς» Ἡσύχ., σκ. [[ξύλον]] οὐδέποτ’ ὀρθὸν Παροιμιογρ.· [[μάλιστα]] δὲ ὁ κεκαμμένος κατ’ ἀναντίαν διεύθυνσιν, ἀντίθετον τῷ [[βλαισός]], Γεωπ. 19. 2, 1· - μεταφορ., σκ. καρδία Ἑβδ. (Ψαλμ. Ρ΄, 4). - Ὁ Ἡσύχ. - Ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει [[σκαμβάλυξ]] = [[σκαμβός]], σκαμβάς = [[πόρνη]], σκαμβυξ = [[σκόλοψ]], [[χάραξ]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -όν, ΜΑ<br /><b>1.</b> [[κυρτός]], [[στραβός]]<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]] για τα σκέλη) κεκαμμένος με τη [[γωνία]] ανοιχτή [[προς]] τα [[μέσα]], [[ραιβός]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> ηθικά διεστραμμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. λ. που εμφανίζει φωνηεντισμό -<i>α</i>- (χαρακτηριστικό για τους τ. καθημερινού λεξιλογίου, <b>πρβλ.</b> [[σκάζω]] [Ι], [[σκάπτω]]) και [[επίθημα]] -<i>μβος</i> (<b>πρβλ.</b> τις συγγενείς σημασιολογικά λ. <i>κλα</i>-<i>μβός</i>, <i>κρά</i>-<i>μβος</i>). Το επίθ. θα μπορούσε να συνδεθεί με το ρ. [[σκάζω]] (Ι) «[[χωλαίνω]]» ή με το ρ. [[κάμπτω]]. | |||
}} | }} |