Anonymous

σκάνδιξ: Difference between revisions

From LSJ
37
(Bailly1_4)
(37)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ικος (ὁ) :<br />cerfeuil, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. inconnue.
|btext=ικος (ὁ) :<br />cerfeuil, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. inconnue.
}}
{{grml
|mltxt=και [[σκάνδυξ]], ο / [[σκάνδιξ]], -ικος και [[σκάνδυξ]], -υκος, ἡ, ΝΑ<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]], σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική [[ταξινόμηση]], αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που ανήκει στην [[οικογένεια]] [[σκιαδανθή]] της τάξης [[σκιαδοφόρα]], με 12 [[περίπου]] γένη, από τα οποία 4 [[είναι]] αυτοφυή στην [[Ελλάδα]] κν. γνωστά [[σήμερα]] ως σκαντζίκια, καυκαλήθρες ή μυρώνια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ιξ</i>, που απαντά και σε άλλα ον. [[φυτών]], <b>πρβλ.</b> <i>ῥάδ</i>-<i>ιξ</i>, <i>σπάδ</i>-<i>ιξ</i>].
}}
}}