3,277,172
edits
(6_22) |
(37) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκᾰφείδιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ ἑπομ., Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 239 (δὲν πρέπει νὰ συγχέηται πρὸς τὸ [[σκαφίδιον]], ὅ ἴδε). | |lstext='''σκᾰφείδιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ ἑπομ., Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 239 (δὲν πρέπει νὰ συγχέηται πρὸς τὸ [[σκαφίδιον]], ὅ ἴδε). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τὸ, Α [[σκαφεῑον]]<br /><b>1.</b> (υποκορ. τ. του <i>σκαφεῑον</i>) μικρό [[λισγάρι]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «[[σκαφείδιον]], ή [[δίκελλα]], διαφέρει τοῡ [[σκαφίδιον]], τὸ [[πλοιάριον]]». | |||
}} | }} |