Anonymous

σκεῦος: Difference between revisions

From LSJ
4,555 bytes added ,  29 September 2017
37
(T21)
(37)
Line 27: Line 27:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=σκεύους, τό ([[probably]] from the [[root]], sku, 'to [[cover]]'; cf. Latin scutum, cutis, obscurus; [[Curtius]], § 113; Vanicek, p. 1115), from ([[Aristophanes]]), [[Thucydides]] [[down]]; the Sept. for כְּלִי;<br /><b class="num">1.</b> a [[vessel]]: τά Σκευᾶ τῆς λειτουργίας, to be used in performing [[religious]] rites, [[σκεῦος]] [[εἰς]] τιμήν, [[unto]] honor, i. e. for honorable [[use]], καθαρῶν ἔργων δοῦλα [[σκεύη]], [[εἰς]] ἀτιμίαν, [[unto]] dishonor, i. e. for a [[low]] [[use]] (as, a urinal), [[σκεύη]] ὀργῆς, [[into]] [[which]] [[wrath]] is emptied, i. e. men appointed by God [[unto]] [[woe]], [[hence]], the [[addition]] κατηρτισμένα [[εἰς]] ἀπώλειαν, [[σκεύη]] ἐλέους, fitted to [[receive]] [[mercy]] — explained by the words ἅ προητοίμασεν [[εἰς]] [[δόξαν]], τό [[σκεῦος]] is used of a [[woman]], as the [[vessel]] of her [[husband]], [[κτάομαι]]; (others [[take]] it [[here]] (as in [[σκεῦος]] ἀσθενεστερον, in [[order]] to [[commend]] to husbands the obligations of [[kindness]] toward [[their]] wives (for the weaker the vessels, the greater [[must]] be the [[care]] [[lest]] [[they]] be [[broken]]), ὀστράκινα [[σκεύη]] is applied to [[human]] bodies, as [[frail]], an [[implement]]; plural [[household]] utensils, mestic [[gear]]: R. V. has [[goods]]); as the plural [[often]] in Greek writings denotes the [[tackle]] and [[armament]] of vessels ([[Xenophon]], oec. 8,12; [[Plato]], [[Critias]], p. 117d.; Lach., p. 183e.; Polyb 22,26, 13), so the [[singular]] τό [[σκεῦος]] seems to be used [[specifically]] and [[collectively]] of the sails and ropes (R. V. [[gear]]) in [[σκεῦος]] ἐκλογῆς (genitive of [[quality]]), a [[chosen]] [[instrument]] (or (so A. V.) '[[vessel]]'), [[σκεῦος]] ὑπηρετικον, [[Polybius]] 13,5, 7; 15,25, 1.
|txtha=σκεύους, τό ([[probably]] from the [[root]], sku, 'to [[cover]]'; cf. Latin scutum, cutis, obscurus; [[Curtius]], § 113; Vanicek, p. 1115), from ([[Aristophanes]]), [[Thucydides]] [[down]]; the Sept. for כְּלִי;<br /><b class="num">1.</b> a [[vessel]]: τά Σκευᾶ τῆς λειτουργίας, to be used in performing [[religious]] rites, [[σκεῦος]] [[εἰς]] τιμήν, [[unto]] honor, i. e. for honorable [[use]], καθαρῶν ἔργων δοῦλα [[σκεύη]], [[εἰς]] ἀτιμίαν, [[unto]] dishonor, i. e. for a [[low]] [[use]] (as, a urinal), [[σκεύη]] ὀργῆς, [[into]] [[which]] [[wrath]] is emptied, i. e. men appointed by God [[unto]] [[woe]], [[hence]], the [[addition]] κατηρτισμένα [[εἰς]] ἀπώλειαν, [[σκεύη]] ἐλέους, fitted to [[receive]] [[mercy]] — explained by the words ἅ προητοίμασεν [[εἰς]] [[δόξαν]], τό [[σκεῦος]] is used of a [[woman]], as the [[vessel]] of her [[husband]], [[κτάομαι]]; (others [[take]] it [[here]] (as in [[σκεῦος]] ἀσθενεστερον, in [[order]] to [[commend]] to husbands the obligations of [[kindness]] toward [[their]] wives (for the weaker the vessels, the greater [[must]] be the [[care]] [[lest]] [[they]] be [[broken]]), ὀστράκινα [[σκεύη]] is applied to [[human]] bodies, as [[frail]], an [[implement]]; plural [[household]] utensils, mestic [[gear]]: R. V. has [[goods]]); as the plural [[often]] in Greek writings denotes the [[tackle]] and [[armament]] of vessels ([[Xenophon]], oec. 8,12; [[Plato]], [[Critias]], p. 117d.; Lach., p. 183e.; Polyb 22,26, 13), so the [[singular]] τό [[σκεῦος]] seems to be used [[specifically]] and [[collectively]] of the sails and ropes (R. V. [[gear]]) in [[σκεῦος]] ἐκλογῆς (genitive of [[quality]]), a [[chosen]] [[instrument]] (or (so A. V.) '[[vessel]]'), [[σκεῦος]] ὑπηρετικον, [[Polybius]] 13,5, 7; 15,25, 1.
}}
{{grml
|mltxt=-ους, το / σκεῡος -εος, ΝΜΑ, και μτγν. τ. πληθ. [[σκέα]] και σκεῡα Α<br />[[κάθε]] κινητό [[κατασκεύασμα]], όπως λ.χ. [[αγγείο]], [[δοχείο]], [[εργαλείο]], [[έπιπλο]], που [[είναι]] χρήσιμο για τις ανάγκες του ανθρώπου (α. «τοὺς έκλεψαν όλα τα χρυσά σκεύη» β. «κἂν ἐκβάλῃ σκεῡός τι κατὰ τὴν οἰκίαν πλανωμένη», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «επιτραπέζια σκεύη» — όλα τα απαραίτητα για την [[παράθεση]] γεύματος σκεύη<br />β) «ιερά σκεύη»<br /><b>εκκλ.</b> τα καθιερωμένα από τους πρωτοχριστιανικούς χρόνους ειδικά αντικείμενα για την [[τέλεση]] τών μυστηρίων και ιδιαίτερα της Θείας Λειτουργίας, όπως [[είναι]] λ.χ. το ποτήριο, ο [[δίσκος]], το [[αρτοφόριο]], ο [[αστερίσκος]], η [[λαβίδα]], η [[λόγχη]], το [[ζέον]]<br />γ) «[[σκεύος]] εκλογής»<br /><b>μτφ.</b> ο [[απόστολος]] Παύλος, τον οποίο ο Ιησούς επέλεξε για τη [[διάδοση]] της πίστης<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «μαγειρικά σκεύη» — [[οτιδήποτε]] χρησιμεύει στη [[μαγειρική]], όπως [[είναι]] λ.χ. οι χύτρες, τα πιάτα, τα κουταλομαχαιροπίρουνα<br />β) «[[σκεύος]] ηδονής» — η [[γυναίκα]] όταν αντιμετωπίζεται αποκλειστικά ως [[μέσο]] που προσφέρει σεξουαλική [[ηδονή]] στους άνδρες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] άψυχο [[αντικείμενο]], σε [[αντιδιαστολή]] με το ζώο ή το [[σώμα]]<br /><b>2.</b> το [[σώμα]], [[επειδή]] περιέχει την [[ψυχή]]<br /><b>3.</b> το [[αιδοίο]]<br /><b>4.</b> η [[σαρκοφάγος]]<br /><b>5.</b> ο [[εξαρτισμός]], η [[αρματωσιά]] του πλοίου («σκεύη τριηρικά» — η [[εξαρτία]] τριήρους, <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>6.</b> ([[κυρίως]] στον πληθ. με περιληπτική σημ.) <i>τὰ σκεύη</i><br />α) η [[οικοσκευή]] σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τα ζώα και την ακίνητη [[περιουσία]] («καὶ τὰ σκεύη [[πάλιν]] εἰς τὸν ἀγρὸν νυνὶ χρὴ [[πάντα]] κομίζειν», <b>Αριστοφ.</b>)<br />β) τα απαραίτητα είδη ενός φαρμακείου<br />γ) τα απαραίτητα στρατιωτικά είδη και αντικείμενα («τὰ περὶ τὸ [[σῶμα]] σκεύη», <b>Θουκ.</b>)<br />δ) (γενικά) οι αποσκευές και ειδικότερα οι στρατιωτικές αποσκευές (α. «τί δῆτ' ἐδει με ταῡτα τὰ σκεύη φέρειν», <b>Αριστοφ.</b><br />β. «ὄνοι αὐτοῑς σκεύεσι» — όνοι [[μαζί]] με τα φορτία τους, <b>Ξεν.</b>)<br />ε) ([[κατά]] τον Πρωταγ.) τα ουδέτερα ονόματα, [[επειδή]] οι ονομασίες τών οργάνων [[είναι]] γένους ουδετέρου («ἄρρενα καὶ [[θήλεα]] καὶ σκεύη», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «γεωργικά σκεύη» — τα γεωργικά εργαλεία<br />β) «σκεῡος ὑπηρετικόν» — [[άτομο]] που χρησιμεύει ως απλό [[εργαλείο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος του καθημερινού λεξιλογίου άγνωστης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] της λ. με λιθουαν. <i>šau</i>-<i>ju</i> «[[πυροβολώ]], [[χτυπώ]], [[σπρώχνω]]», αρχ. άνω γερμ. <i>sciozan</i> «[[πυροβολώ]]», όπως και η [[αναγωγή]] στην ΙΕ [[ρίζα]] (<i>s</i>)<i>keu</i>- «[[ετοιμάζω]], [[εκτελώ]]», παραμένουν ανεπιβεβαίωτες].
}}
}}