Anonymous

σκεδάζω: Difference between revisions

From LSJ
37
(6_14)
(37)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκεδάζω''': μεταγεν. [[τύπος]] τοῦ ἑπομ., Ἐκκλ.
|lstext='''σκεδάζω''': μεταγεν. [[τύπος]] τοῦ ἑπομ., Ἐκκλ.
}}
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br />[[σκεδάννυμι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> 'Αλλος τ. του [[σκεδάννυμι]], [[κατά]] τα ρ. σε -<i>άζω</i>].
}}
}}