Anonymous

σκιαγράφημα: Difference between revisions

From LSJ
37
(Bailly1_4)
(37)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />dessin <i>ou</i> peinture en perspective.<br />'''Étymologie:''' [[σκιαγραφέω]].
|btext=ατος (τό) :<br />dessin <i>ou</i> peinture en perspective.<br />'''Étymologie:''' [[σκιαγραφέω]].
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΑ, και σκιογράφημα Α [[σκιαγραφώ]]<br /><b>1.</b> [[ιχνογράφημα]] με φωτοσκιάσεις<br /><b>2.</b> (γενικά) [[εικόνα]] που παριστάνει [[πρόσωπο]] ή [[πράγμα]] με τις κυριότερες και απλούστερες γραμμές του, [[σκαρίφημα]], [[σκίτσο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (καλ. τέχν.) η [[σκιαγραφία]]<br /><b>2.</b> (μαθ.-φυσ.) το [[προϊόν]] της σκιαγραφίας<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[περιγραφή]] πράγματος ή γεγονότος σε γενικές γραμμές<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «κενὰ σκιαγραφήματα διανοίας» — αποκυήματα της φαντασίας.
}}
}}