Anonymous

σκίναξ: Difference between revisions

From LSJ
37
(6_3)
(37)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκίναξ''': [ῐ], -ᾰκος, ὁ, ἡ, (συνήθως ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ [[κινέω]])· [[ταχύς]], [[εὐκίνητος]], πηδηκτός, ἐπίθετον τῶν λαγωῶν, σκ. νεαροῖο λαγωοῦ Νικ. Θηρ. 577· [[οὕτως]], [[σκίναξ]], = λαγώς, ὁ αὐτ. ἐν Ἀλεξιφ. 67· καὶ ὁ Ἡσύχ. ἔχει τὴν λέξ. [[κίνδαξ]] ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας.
|lstext='''σκίναξ''': [ῐ], -ᾰκος, ὁ, ἡ, (συνήθως ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ [[κινέω]])· [[ταχύς]], [[εὐκίνητος]], πηδηκτός, ἐπίθετον τῶν λαγωῶν, σκ. νεαροῖο λαγωοῦ Νικ. Θηρ. 577· [[οὕτως]], [[σκίναξ]], = λαγώς, ὁ αὐτ. ἐν Ἀλεξιφ. 67· καὶ ὁ Ἡσύχ. ἔχει τὴν λέξ. [[κίνδαξ]] ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας.
}}
{{grml
|mltxt=-ακος, ὁ, ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[ταχύς]], [[ευκίνητος]], [[εύστροφος]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[σκίναξ]]<br />ο [[λαγός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με την [[οικογένεια]] του <i>κινῶ</i> (<b>πρβλ.</b> [[κίνδαξ]]) και εμφανίζει προθετικό <i>σ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[σκίδναμαι]]: [[κίδναμαι]].
}}
}}