Anonymous

σκηπτοῦχος: Difference between revisions

From LSJ
37
(eksahir)
(37)
Line 24: Line 24:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[portador del cetro]]
|esgtx=[[portador del cetro]]
}}
{{grml
|mltxt=-ο / σκηπτοῡχος, -ον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σκαπτοῡχος Α<br />αυτός που φέρει [[σκήπτρο]] ή ράβδο ως [[ένδειξη]] εξουσίας, [[ηγεμόνας]]<br /><b>μσν.</b><br />(στο <b>Βυζ.</b>) [[προσωνυμία]] του αυτοκράτορα («σκηπτοῡχε Κομνηνόβλαστε, κάρτιστε [[κοσμοκράτωρ]]», Πρόδρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ σκηπτοῡχος</i><br />α) [[ανώτερος]] [[αξιωματούχος]] στην περσική [[αυλή]], ο [[οποίος]] ήταν, [[συνήθως]], [[ευνούχος]]<br />β) [[επιστάτης]] στην Έφεσο<br />γ) [[ηγεμονίσκος]] στη [[Σκυθία]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «θεῶν σκηπτοῡχος» <br />α) η [[Αφροδίτη]]<br />β) ο Αρης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκῆπτον]] «[[σκήπτρο]]», που μαρτυρείται μόνο στον δωρ. τ. [[σκᾶπτον]] (<b>πρβλ.</b> <i>σκαπτοῦχος</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>οῦχος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἔχω</i>)].
}}
}}