Anonymous

σκέπας: Difference between revisions

From LSJ
1,130 bytes added ,  29 September 2017
37
(Autenrieth)
(37)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=[[shelter]]; ἀνέμοιο, ‘[[against]] the [[wind]],’ Od. 6.210. (Od.)
|auten=[[shelter]]; ἀνέμοιο, ‘[[against]] the [[wind]],’ Od. 6.210. (Od.)
}}
{{grml
|mltxt=-αος, τὸ, Α<br /><b>1.</b> [[σκέπασμα]], [[κάλυμμα]] (α. «χλαίνης λιτὸν [[σκέπας]]», Παρμ.<br />β. «ζωσάμενοι σκέπασι λινοῑς», Πορφ.)<br /><b>2.</b> [[σκέπη]], [[καταφύγιο]] («ἐπὶ [[σκέπας]] ἦν ἀνέμοιο», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[πρόσχημα]], [[πρόφαση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η λ. [[σκέπας]] [[είναι]] η αρχαιότερη της οικογένειας αυτής (<b>πρβλ.</b> [[σκέπη]], [[σκέπω]], [[σκεπάζω]] <b>κ.λπ.</b>), η οποία έχει την ειδική σημ. της προστασίας και όχι [[απλώς]] της κάλυψης και [[έτσι]] διακρίνεται από τις οικογένειες τών ρ. [[καλύπτω]] και [[στέγω]]. Κατά μία [[άποψη]], η λ. συνδέεται με λιθουαν. <i>kepure</i>, ρωσ. <i>čepec</i> με σημ. «[[σκούφια]]»].
}}
}}