3,274,917
edits
(Bailly1_4) |
(37) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui porte des bagages ; τὰ σκευοφόρα (κτήνη) XÉN bêtes de somme, attelages de transport, chariots pour les bagages ; bagages ; <i>en parl. de pers.</i> portefaix ; <i>particul.</i> valet d’armée, servant de l’ [[ὁπλίτης]].<br />'''Étymologie:''' [[σκεῦος]], [[φέρω]]. | |btext=ος, ον :<br />qui porte des bagages ; τὰ σκευοφόρα (κτήνη) XÉN bêtes de somme, attelages de transport, chariots pour les bagages ; bagages ; <i>en parl. de pers.</i> portefaix ; <i>particul.</i> valet d’armée, servant de l’ [[ὁπλίτης]].<br />'''Étymologie:''' [[σκεῦος]], [[φέρω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ο / [[σκευοφόρος]], -ον, ΝΑ και [[σκευηφόρος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που μεταφέρει φορτία ή αποσκευές, [[σκευαγωγός]] (α. «σκευοφόρα ζώα» β. «εἵποντο σιτοφόροι τε και σκευοφόροι κάμηλοι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ σκευοφόρα</i> (ενν. <i>ζώα</i>)<br />τα υποζύγια που ακολουθούν τον στρατό και μεταφέρουν τις αποσκευές του<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[σκευοφόρος]]<br />α) κλειστό σιδηροδρομικό όχημα, [[κυρίως]] για τη [[μεταφορά]] αποσκευών [[αλλά]] και επιβατών όταν αυτοί μεταφέρουν ογκώδη αντικείμενα συνοδεύοντάς τα<br />β) <b>στρ.</b> όχημα του πυροβολικού που μεταφέρει [[κάθε]] είδους υλικό απαραίτητο στις μονάδες σε [[εκστρατεία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[σκευοφόρος]]<br />[[αχθοφόρος]], [[χαμάλης]]<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>oἱ σκευοφόροι</i><br />υπηρέτες τών οπλιτών που μετέφεραν τις αποσκευές και τα όπλα τους, [[ιδίως]] τις ασπίδες<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ σκευοφόρα</i><br />(ενν. <i>κτήνη</i>) τα υποζύγια που χρησιμοποιούσε ο [[στρατός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκεῦος]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), <b>πρβλ.</b> <i>σιτο</i>-[[φόρος]]. | |||
}} | }} |