Anonymous

σκιωτός: Difference between revisions

From LSJ
37
(6_10)
(37)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκιωτός''': -ή, -όν, (σκιόω) ἔχων σκιάν, σκ. [[ζώνη]], ἔχουσα γραμμὰς μὲ χρώματα κατὰ μικρὸν προσεγγίζοντα ἀλλήλοις καὶ μεταπίπτοντα εἰς ἄλληλα, Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλάσσ. σ. 13.
|lstext='''σκιωτός''': -ή, -όν, (σκιόω) ἔχων σκιάν, σκ. [[ζώνη]], ἔχουσα γραμμὰς μὲ χρώματα κατὰ μικρὸν προσεγγίζοντα ἀλλήλοις καὶ μεταπίπτοντα εἰς ἄλληλα, Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλάσσ. σ. 13.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που σχηματίζει σκιές<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «σκιωτὴ [[ζώνη]]» — [[ζώνη]] που έχει γραμμές με χρώματα παραπλήσια, τα οποία μεταπίπτουν το ένα [[προς]] το [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκιά]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ωτός]] (<b>πρβλ.</b> <i>αυλακ</i>-[[ωτός]])].
}}
}}