Anonymous

σκληρόφθαλμος: Difference between revisions

From LSJ
37
(6_18)
(37)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκληρόφθαλμος''': -ον, ὁ ἔχων τραχεῖς (ἀκινήτους) ὀφθαλμούς, ἀντίθετον τῷ [[ὑγρόφθαλμος]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 13, 12, π. Ζ. Μορ. 2. 2, 8, κ. ἀλλ.· [[ὡσαύτως]], σκλ. ὄμματα π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 2. 10.
|lstext='''σκληρόφθαλμος''': -ον, ὁ ἔχων τραχεῖς (ἀκινήτους) ὀφθαλμούς, ἀντίθετον τῷ [[ὑγρόφθαλμος]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 13, 12, π. Ζ. Μορ. 2. 2, 8, κ. ἀλλ.· [[ὡσαύτως]], σκλ. ὄμματα π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 2. 10.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει σκληρά, [[δηλαδή]] δυσκίνητα ή και ακίνητα μάτια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκληρός]] <span style="color: red;">+</span> [[ὀφθαλμός]].
}}
}}