Anonymous

σκληρόγεως: Difference between revisions

From LSJ
37
(6_22)
(37)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκληρόγεως''': -ων, ὁ ἔχων σκληρὰν γῆν, σκληρὸν [[ἔδαφος]], [[χῶμα]]· ἡ σκληρ. (ἐξυπακ. γῆ) Φίλων 2. 619.
|lstext='''σκληρόγεως''': -ων, ὁ ἔχων σκληρὰν γῆν, σκληρὸν [[ἔδαφος]], [[χῶμα]]· ἡ σκληρ. (ἐξυπακ. γῆ) Φίλων 2. 619.
}}
{{grml
|mltxt=-ων, Α<br />αυτός που έχει σκληρό, στερεό [[έδαφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκληρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γεω</i> (<b>βλ.</b> <i>λ</i>. <i>γῆ</i>), <b>πρβλ.</b> [[λεπτό]]-<i>γεως</i>].
}}
}}