Anonymous

σκεπαστός: Difference between revisions

From LSJ
37
(6_11)
(37)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκεπαστός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ., ἐσκεπασμένος, ἐστεγασμένος, σκεπαστὴ (ἐξυπακ. [[κλισία]]), ἡ, ἐστεγασμένον [[παράπηγμα]], Εὐστ. 1165. 52, κτλ.· - σκεπαστόν, τό, [[ἁμάξιον]] ἐστεγασμένον, Ἡρῳδιαν. σ. 444 Piers.· ἐν Γλωσσ., [[κάλυμμα]] τῆς κεφαλῆς, «κουκούλα».
|lstext='''σκεπαστός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ., ἐσκεπασμένος, ἐστεγασμένος, σκεπαστὴ (ἐξυπακ. [[κλισία]]), ἡ, ἐστεγασμένον [[παράπηγμα]], Εὐστ. 1165. 52, κτλ.· - σκεπαστόν, τό, [[ἁμάξιον]] ἐστεγασμένον, Ἡρῳδιαν. σ. 444 Piers.· ἐν Γλωσσ., [[κάλυμμα]] τῆς κεφαλῆς, «κουκούλα».
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[σκεπαστός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[σκεπάζω]]<br /><b>1.</b> αυτός ο [[οποίος]] έχει [[σκέπασμα]], που έχει σκεπαστεί, σκεπασμένος, καλυμμένος<br /><b>2.</b> (για χώρο) αυτός που έχει [[στέγη]], που έχει στεγαστεί, στεγασμένος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> α) αυτός που συγκαλύπτεται, που δεν φανερώνεται<br />β) [[ασαφής]], συγκεχυμένος<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[σκεπαστή]]<br /><b>ναυτ.</b> [[υπόστεγο]] σε ναύσταθμο για την [[προφύλαξη]] λέμβων<br /><b>3.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>σκεπαστά</i><br />[[κατά]] τρόπο συγκεκαλυμμένο, όχι σταράτα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[σκεπαστή]]<br />[[πρόχειρα]] στεγασμένο [[παράπηγμα]], [[καλύβα]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ σκεπαστόν</i><br />στεγασμένη [[άμαξα]].
}}
}}