Anonymous

σκληρόψυχος: Difference between revisions

From LSJ
37
(6_18)
(37)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκληρόψῡχος''': -ον, ὁ ἔχων σκληρὰν ψυχήν, [[σκληροκάρδιος]], Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 242.
|lstext='''σκληρόψῡχος''': -ον, ὁ ἔχων σκληρὰν ψυχήν, [[σκληροκάρδιος]], Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 242.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[σκληρόψυχος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που έχει σκληρή [[ψυχή]] [[σκληρόκαρδος]], [[ανηλεής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[χαρακτηρισμός]] καταστάσεων δηλωτικών της σκληρότητας της ψυχής («σκληρόψυχο [[φέρσιμο]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκληρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ψυχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ψυχή]]), <b>πρβλ.</b> [[μεγαλό]]-<i>ψυχος</i>].
}}
}}