Anonymous

σκιμαλίζω: Difference between revisions

From LSJ
37
(Bailly1_4)
(37)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>att. pour</i> [[καταδακτυλίζω]] : faire la figue.<br />'''Étymologie:''' [[σκίμαλλος]].
|btext=<i>att. pour</i> [[καταδακτυλίζω]] : faire la figue.<br />'''Étymologie:''' [[σκίμαλλος]].
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> (ως υβριστική [[χειρονομία]]) α) [[χτυπώ]] τη [[μύτη]] κάποιου με το μεσαίο [[δάχτυλο]] αφήνοντάς το ελεύθερο ενώ το συγκρατούσα με τον αντίχειρα<br />β) [[υψώνω]] το μεσαίο [[δάχτυλο]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) κακομεταχειρίζομαι κάποιον με [[λόγια]] ή έργα<br /><b>3.</b> [[καταδακτυλίζω]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[σκιμαλίζω]] ποδί» — [[κλωτσώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σκίμαλ</i>(<i>λ</i>)<i>ος</i> (<b>πρβλ.</b> [[σκινθαρίζω]])].
}}
}}