Anonymous

σκολόπιον: Difference between revisions

From LSJ
37
(6_22)
(37)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκολόπιον''': τό, ὑποκοριστ. τοῦ [[σκόλοψ]] Ι. 3, Ἄντυλλ. παρ’ Ὀρειβασ. 184 Mai.
|lstext='''σκολόπιον''': τό, ὑποκοριστ. τοῦ [[σκόλοψ]] Ι. 3, Ἄντυλλ. παρ’ Ὀρειβασ. 184 Mai.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α [[σκόλοψ]], -<i>οπος</i>]<br /><b>υποκορ.</b> χειρουργικό [[εργαλείο]] μικρού μεγέθους, [[μικρός]] [[καθετήρας]].
}}
}}