Anonymous

σκορπίουρος: Difference between revisions

From LSJ
37
(6_15)
(37)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκορπίουρος''': -ον, (οὐρὰ) ὁ ἔχων οὐρὰν σκορπίου· [[μάλιστα]] ὡς [[ὄνομα]] φυτοῦ, Scorpiurus sulcatus (Sprengel), Διοσκ. 4. 28.
|lstext='''σκορπίουρος''': -ον, (οὐρὰ) ὁ ἔχων οὐρὰν σκορπίου· [[μάλιστα]] ὡς [[ὄνομα]] φυτοῦ, Scorpiurus sulcatus (Sprengel), Διοσκ. 4. 28.
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που ανήκει στην [[οικογένεια]] [[φαβίδες]] ή [[ψυχανθή]] της τάξης [[φαβώδη]], με έξι είδη, από τα οποία στην [[Ελλάδα]] απαντούν [[τέσσερα]], κν. γνωστά ως μαριγώχορτα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[φυτό]] σκορπιοειδές<br /><b>2.</b> το γνωστό με τη [[λόγια]] [[ονομασία]] [[φυτό]] [[ηλιοτρόπιο]] το μέγα<br /><b>3.</b> το [[φυτό]] ωκιμοειδές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκορπίος]] «ακανθώδες [[φυτό]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ουρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[οὐρά]]), <b>πρβλ.</b> <i>σκί</i>-<i>ουρος</i>].
}}
}}