Anonymous

σκοπευτής: Difference between revisions

From LSJ
37
(6_19)
(37)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκοπευτής''': -οῦ, ὁ, = σκοπὸς Ι. 2, [[φρουρός]], Εὐστ. 810. 25.
|lstext='''σκοπευτής''': -οῦ, ὁ, = σκοπὸς Ι. 2, [[φρουρός]], Εὐστ. 810. 25.
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ, θηλ. σκοπεύτρια ΝΜ [[σκοπεύω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που σκοπεύει, που κατευθύνει τη [[βολή]] [[προς]] έναν στόχο<br /><b>2.</b> <b>στρ.</b> [[οπλίτης]] που ρυθμίζει τη [[σκόπευση]] όπλου το οποίο υπηρετείται από [[ομάδα]] ή [[στοιχείο]], όπως [[είναι]] το [[πυροβόλο]], ο όλμος και το [[πολυβόλο]]<br /><b>3.</b> [[επιτήδειος]], [[επιδέξιος]] στη [[σκοποβολή]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[ελεύθερος]] [[σκοπευτής]]» <br />α) [[αντάρτης]] σε [[χώρα]] κατεχόμενη από τον εχθρό που μάχεται [[μόνος]] του, επιλέγοντας ο [[ίδιος]] τους στόχους του<br />β) [[μαχητής]] που υπάγεται σε [[μονάδα]] πεζικού ή καταδρομών, [[αλλά]] ενεργεί και μάχεται [[μόνος]] του, βάσει τών γενικών οδηγιών τις οποίες έχει λάβει, [[χωρίς]] να [[είναι]] ενταγμένος σε [[τακτική]] [[μονάδα]] μάχης<br />γ) [[άτομο]] [[χωρίς]] συγκεκριμένους πολιτικούς και ιδεολογικούς στόχους και [[χωρίς]] ηθικές ή άλλες δεσμεύσεις<br /><b>μσν.</b><br /><b>το θηλ.</b> <i>ἡ σκοπεύτρια</i><br />[[ψηλός]] [[τόπος]], [[κατάλληλος]] για [[παρατήρηση]], για [[κατόπτευση]], [[παρατηρητήριο]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[παρατηρητής]].
}}
}}