Anonymous

σκόπιμος: Difference between revisions

From LSJ
37
(6_15)
(37)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκόπιμος''': -ον, (σκοπὸς) ὁ [[ἁρμόδιος]] [[πρός]] τινα σκοπόν, Εὐστ. Πονημάτ. 13. 28, κτλ.
|lstext='''σκόπιμος''': -ον, (σκοπὸς) ὁ [[ἁρμόδιος]] [[πρός]] τινα σκοπόν, Εὐστ. Πονημάτ. 13. 28, κτλ.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[σκόπιμος]], -ον, ΝΜΑ [[σκοπός]] (II)]<br />αυτός που εξυπηρετεί έναν σκοπό, αυτός που συμβάλλει σε [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που γίνεται από [[πρόθεση]], για ορισμένο σκοπό, προμελετημένος («ήταν σκόπιμη η [[σιωπή]] του»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σκοπίμως</i> και <i>σκόπιμα</i> Ν<br /><b>1.</b> από [[πρόθεση]], [[επίτηδες]], με [[σκοπιμότητα]] («σκόπιμα έλειψε από την [[συνεδρίαση]]»)<br /><b>2.</b> για την [[εξυπηρέτηση]] ενός απώτερου σκοπού («η [[κυβέρνηση]] σκόπιμα ανέβαλε τη [[λήψη]] απόφασης για τον έλεγχο τών τιμών»).
}}
}}