Anonymous

σκύζομαι: Difference between revisions

From LSJ
37
(Autenrieth)
(37)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=imp. [[σκύζευ]], inf. -[[εσθαι]], [[part]]. -όμενος: be [[wroth]], incensed, [[indignant]], τινί.
|auten=imp. [[σκύζευ]], inf. -[[εσθαι]], [[part]]. -όμενος: be [[wroth]], incensed, [[indignant]], τινί.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> οργίζομαι, [[αγανακτώ]] («σκυζομένη Διὶ πατρί, [[χόλος]] δέ μιν [[ἄγριος]] ᾕρει», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[είμαι]] θυμωμένος, χωλώνομαι («οὔ σευ ἐγώ γε σκυζομένης [[ἀλέγω]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], το ρ. [[σκύζομαι]] (<span style="color: red;"><</span> <i>σκυδ</i>-<i>jομαι</i>) ανάγεται στην μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>skeud</i>- «[[αγανακτώ]], [[γκρινιάζω]]» και αντιστοιχεί με τα λιθουαν. -<i>skundu</i>, -<i>skusti</i> «[[υποφέρω]]», λεττον. <i>skaudus</i> «[[θλιμμένος]]» <i>skundu</i> «[[φθονώ]], [[εχθρεύομαι]]». Αν υποτεθεί, [[τέλος]], ότι η αρχική σημ. του ρ. ήταν «[[γογγύζω]], [[γρυλίζω]]» (<b>πρβλ.</b> [[σκύζα]]) θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι πρόκειται για ονοματοποιημένη λ.].
}}
}}