Anonymous

σκυταλίζω: Difference between revisions

From LSJ
37
(6_5)
 
(37)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκῠτᾰλίζω''': διὰ τῆς σκυτάλης [[δέρω]], ξυλοκοπῶ, τινά Τζέτζ.
|lstext='''σκῠτᾰλίζω''': διὰ τῆς σκυτάλης [[δέρω]], ξυλοκοπῶ, τινά Τζέτζ.
}}
{{grml
|mltxt=Μ [[σκυτάλη]]<br />[[χτυπώ]] κάποιον με τη [[σκυτάλη]], με [[ρόπαλο]], [[ξυλοκοπώ]].
}}
}}