3,277,169
edits
(6_12) |
(37) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκῠβᾰλίζω''': θεωρῶ τι ὡς σκύβαλα, [[ἀπορρίπτω]] [[μετὰ]] περιφρονήσεως. Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 1. - Παθ., ἀντίθετ. τῷ [[λαμπρίζομαι]], Πέμπελ. παρὰ Στοβ. 460. 51· - [[ὡσαύτως]] σκυβαλεύω, Σχόλ. εἰς Λουκ. Νεκυομ. 17, Ἡσύχ. | |lstext='''σκῠβᾰλίζω''': θεωρῶ τι ὡς σκύβαλα, [[ἀπορρίπτω]] [[μετὰ]] περιφρονήσεως. Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 1. - Παθ., ἀντίθετ. τῷ [[λαμπρίζομαι]], Πέμπελ. παρὰ Στοβ. 460. 51· - [[ὡσαύτως]] σκυβαλεύω, Σχόλ. εἰς Λουκ. Νεκυομ. 17, Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[σκυβλίζω]] Α [[σκύβαλον]]<br /><b>1.</b> [[θεωρώ]] [[κάτι]] ως [[σκύβαλο]], [[απορρίπτω]] με [[περιφρόνηση]]<br /><b>2.</b> [[βεβηλώνω]], [[ατιμάζω]], [[μιαίνω]]. | |||
}} | }} |