Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σμηκτικός: Difference between revisions

From LSJ
37
(6_10)
(37)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σμηκτικός''': -ή, -όν, [[καθαρτικός]], ἐπὶ φαρμάκων τινῶν, Δίφιλ. ὁ ἰατρ. παρ’ Ἀθην. 55Β, 64Ε· [[δύναμις]] σμ. τῶν ὀδόντων Διοσκ. 2. 4, Ἡσύχ.
|lstext='''σμηκτικός''': -ή, -όν, [[καθαρτικός]], ἐπὶ φαρμάκων τινῶν, Δίφιλ. ὁ ἰατρ. παρ’ Ἀθην. 55Β, 64Ε· [[δύναμις]] σμ. τῶν ὀδόντων Διοσκ. 2. 4, Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[σμηκτικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[σμήκτης]]<br /><b>1.</b> ο [[σχετικός]] με το [[σμήγμα]] ή με τη [[σμήξη]]<br /><b>2.</b> ([[κυρίως]] για φάρμακα) αυτός που έχει καθαρτική [[δύναμη]] («ἔτι δὲ σμηκτικοὶ [οἱ βολβοί] καὶ ἀμβλυντικοὶ ὄψεως», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «σμηκτική [[κατάσταση]]»<br /><b>φυσ.-χημ.</b> μεσόμορφη [[κατάσταση]] της ύλης, που βρίσκεται πλησιέστερα [[προς]] τη [[στερεά]] κρυσταλλική [[κατάσταση]] [[παρά]] [[προς]] την υγρά και στην οποία τα μόρια [[είναι]] διατεταγμένα σε παράλληλα και ισαπέχοντα [[μεταξύ]] τους επίπεδα<br />β) «σμηκτικό [[σώμα]]»<br /><b>φυσ.</b> [[σώμα]] που παρουσιάζει σμηκτική [[κατάσταση]]<br />γ) «σμηκτικό επίπεδο» — επίπεδο που σχετίζεται με την ύπαρξη σμηκτικής κατάστασης.
}}
}}