3,274,913
edits
(6_7) |
(37) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκωληκοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πρὸς σκώληκα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 20, 3, Γαλην. 2. 730. | |lstext='''σκωληκοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πρὸς σκώληκα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 20, 3, Γαλην. 2. 730. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές, ΝΜΑ<br />αυτός που μοιάζει με σκώληκα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα σκωληκοειδή</i><br /><b>ζωολ.</b> υποσυνομοταξία, σε παλαιότερα συστήματα ταξινόμησης, τών σκωλήκων, που περιλάμβανε τους [[πλέον]] πρωτόγονους εκπροσώπους, τών οποίων το εσωτερικό, δηλ. ο [[μεταξύ]] της πεπτικής συσκευής και του σωματικού τοιχώματος [[χώρος]] [[καθώς]] και τα [[μεταξύ]] τών εσωτερικών οργάνων διάκενα γεμίζουν από [[παρέγχυμα]] ή λευκωματώδες [[υγρό]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[σκωληκοειδής]] [[απόφυση]]»<br /><b>ανατ.</b> [[εκκόλπωμα]] του παχέος εντέρου, που εκπορεύεται από το οπίσθιο έσω [[τοίχωμα]] του τυφλού εντέρου σε [[απόσταση]] 5 ώς 10 εκατοστόμετρα και 2 ή 3 εκατοστόμετρα από την ειλεοτυφλική [[γωνία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκώληξ]], -<i>ηκος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>]. | |||
}} | }} |