Anonymous

σκώπτω: Difference between revisions

From LSJ
1,190 bytes added ,  29 September 2017
37
(Bailly1_4)
(37)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> σκώψω et σκώψομαι, <i>ao.</i> ἔσκωψα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. ao.</i> ἐσκώφθην, <i>pf.</i> ἔσκωμμαι;<br /><b>1</b> railler, se moquer : τινα, [[εἴς]] τινα de qqn ; [[τι]] de qch ; τινα [[εἴς]] [[τι]] <i>ou</i> [[τι]] [[εἴς]] [[τι]] railler qqn <i>ou</i> qch de qch;<br /><b>2</b> plaisanter, badiner;<br /><i><b>Moy.</b></i> σκώπτομαι <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' DELG étym. obscure.
|btext=<i>f.</i> σκώψω et σκώψομαι, <i>ao.</i> ἔσκωψα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. ao.</i> ἐσκώφθην, <i>pf.</i> ἔσκωμμαι;<br /><b>1</b> railler, se moquer : τινα, [[εἴς]] τινα de qqn ; [[τι]] de qch ; τινα [[εἴς]] [[τι]] <i>ou</i> [[τι]] [[εἴς]] [[τι]] railler qqn <i>ou</i> qch de qch;<br /><b>2</b> plaisanter, badiner;<br /><i><b>Moy.</b></i> σκώπτομαι <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' DELG étym. obscure.
}}
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br />[[εμπαίζω]], [[περιπαίζω]], [[χλευάζω]], [[κοροϊδεύω]] («τὰς Λακωνικὰς μάχαιρας εἰς τὴν [[μικρότητα]] σκώπτειν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με καλή σημ.) [[αστεΐζομαι]] με κάποιον, [[πειράζω]]<br /><b>2.</b> λέω αστεία, [[είμαι]] [[αστείος]]<br /><b>3.</b> λέω [[λόγια]] μικρής σημασίας, δεν λέω σπουδαία [[λόγια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Έχει προταθεί η [[αναγωγή]] του ρ. στη λ. [[σκώψ]], λόγω του διαπεραστικού και [[επομένως]] σκωπτικού, χλευαστικού βλέμματος της γλαύκας (<b>βλ. λ.</b> [[σκώψ]]). Η [[σύνδεση]] με τα ρ. [[σκέπτομαι]], [[σκάπτω]], η οποία θα μπορούσε να θεωρηθεί πιθανή από μορφολογική [[άποψη]], προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες].
}}
}}