Anonymous

σπαθητός: Difference between revisions

From LSJ
38
(6_11)
(38)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σπᾰθητός''': -ή, -όν, ὁ διὰ τῆς σπάθης κτυπηθείς, πυκνῶς ὑφασμένος, «κρουστός», Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 331, Σοφοκλ. παρὰ [[Πολυδ]]. Ζ΄, 36, πρβλ. Ἀθήν. 525D. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σπαθητόν· [[γυναικεῖον]]».
|lstext='''σπᾰθητός''': -ή, -όν, ὁ διὰ τῆς σπάθης κτυπηθείς, πυκνῶς ὑφασμένος, «κρουστός», Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 331, Σοφοκλ. παρὰ [[Πολυδ]]. Ζ΄, 36, πρβλ. Ἀθήν. 525D. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σπαθητόν· [[γυναικεῖον]]».
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν και δωρ. τ. [[σπαθατός]], -ά, -όν, Α [[σπαθῶ]]<br /><b>1.</b> (για ύφασμα) [[πυκνά]] υφασμένος, [[κρουστός]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «σπαθητόν<br />γυναικεῑον».
}}
}}