3,274,216
edits
(6_8) |
(38) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σπασμώδης''': -ες, σπασμωδικός, Ἱππ. Προρρ. 69· τὰ σπασμώδη, παροξυσμοὶ σπασμῶν, ὁ αὐτ. 173F· ἀλγήματα σπ. ὁ αὐτ. 77Α. | |lstext='''σπασμώδης''': -ες, σπασμωδικός, Ἱππ. Προρρ. 69· τὰ σπασμώδη, παροξυσμοὶ σπασμῶν, ὁ αὐτ. 173F· ἀλγήματα σπ. ὁ αὐτ. 77Α. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ες / [[σπασμώδης]], -ῶδες, ΝΜΑ [[σπασμός]]<br /><b>1.</b> αυτός που συνοδεύεται από σπασμούς (α. «[[σπασμώδης]] [[βήχας]]» β. «σπασμώδη ἀλγήματα»)<br /><b>2.</b> αυτός που εμφανίζει σπασμό, [[σπασμωδικός]] («[[σπασμώδης]] [[κίνηση]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b><br /><i>ὁ</i>, <i>ἡ [[σπασμώδης]]<br />αυτός που πάσχει από σπασμούς<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὰ σπασμώδη</i><br />παροξυσμοί σπασμών. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σπασμωδῶς</i> Α<br />με σπασμούς. | |||
}} | }} |