Anonymous

σπέκλον: Difference between revisions

From LSJ
38
(6_21)
(38)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''σπέκλον''': τό, = τῷ Λατ. speculum, καθρέπτης, Ζωναρ.˙ [[ἐντεῦθεν]] σπεκλο-[[ποιός]], ὁ, specularius, Γλωσσ.
|lstext='''σπέκλον''': τό, = τῷ Λατ. speculum, καθρέπτης, Ζωναρ.˙ [[ἐντεῦθεν]] σπεκλο-[[ποιός]], ὁ, specularius, Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=το, ΜΑ, και [[σφέκλον]] Α<br /><b>μσν.</b><br />[[παράθυρο]] από ημιδιαφανή σχιστόλιθο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καθρεφτάκι]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] στιλπνού σχιστολίθου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>speculum</i> «[[κάτοπτρο]]»].
}}
}}