Anonymous

σπαρνός: Difference between revisions

From LSJ
38
(Bailly1_4)
(38)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />clairsemé, rare, étroit.<br />'''Étymologie:''' R. Σπαρ, répandre ; cf. [[σπείρω]].
|btext=ή, όν :<br />clairsemé, rare, étroit.<br />'''Étymologie:''' R. Σπαρ, répandre ; cf. [[σπείρω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> [[σπάνιος]], αυτός που δεν συμβαίνει [[συχνά]] («σπαρνὸν γὰρ ὅτ' [[Ἄρτεμις]] [[ἄστυ]] κάτεισιν», <b>Καλλ.</b>)<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ἀραιός]], διεσπαρμένος».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σπάνιος ποιητ. τ. ρηματικού επιθ. του ρ. [[σπείρω]], σχηματισμένος από τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>σπαρ</i>- του ρήματος (<b>πρβλ.</b> <i>σπαρ</i>-<i>τός</i>)].
}}
}}