Anonymous

σπίγγος: Difference between revisions

From LSJ
38
(6_14)
(38)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σπίγγος''': ὁ, [[σπίνος]], «[[ἰχθὺς]]» Ἡσύχ.
|lstext='''σπίγγος''': ὁ, [[σπίνος]], «[[ἰχθὺς]]» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ<br />ο [[σπίνος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ἰχθύς]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός τ. που συνδέεται με τους τ. [[σπίζω]], [[σπίνος]] (για ετυμολ. <b>βλ. λ.</b> [[σπίζω]]). Για τη [[χρήση]] του ίδιου τ. ως ονόματος ψαριού και πτηνού <b>πρβλ.</b> [[σπίνα]].
}}
}}